- διαλείμματα
- διάλειμμαintersticeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο — (ιταλ. intermezzo). Αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν εμβόλιμα χορικά άσματα μεταξύ των επεισοδίων του έργου, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον… … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
διαναπαύω — (AM διαναπαύω) 1. επιτρέπω την κατά διαλείμματα ανάπαυση 2. παρέχω διαλείμματα αναπαύσεως 3. διακόπτω για λίγο μέσ. αναπαύομαι για λίγη ώρα … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
διαπίνω — (Α) 1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό 2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω 3. κάνω πρόποση … Dictionary of Greek
διαύλιον — διαύλιον, το (AM) (Μ και διαύλειο) μονωδία αυλού (σόλο φλάουτο) που παιζόταν στα διαλείμματα τών χορικών … Dictionary of Greek
επιξηραίνω — (Α ἐπιξηραίνω) ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια αρχ. 1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα 2. γίνομαι αποξηραντής 3. συμπυκνώνομαι … Dictionary of Greek